οδοιποριον

οδοιποριον
    ὁδοιπόριον
    ὁδοι-πόριον
    τό плата или награда за провоз Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οδοιποριον" в других словарях:

  • οδοιπόριον — ὁδοιπόριον, τὸ (ΑΜ) [οδοιπόρος] χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα ναύλα, ή, κατ άλλους, οι προμήθειες τού οδοιπόρου για το ταξίδι …   Dictionary of Greek

  • ὁδοιπόριον — passagemoney neut nom/voc/acc sg ὁδοιπορέω walk imperf ind act 3rd pl (doric) ὁδοιπορέω walk imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»